δακτυλοδεικτώ

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

Greek Monolingual

(AM δακτυλοδεικτῶ, -έω)
δείχνω με το δάχτυλο
νεοελλ.
1. προβάλλω ως παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή
2. (μτχ. παθ. ενεστ.) δακτυλοδεικτούμενος, -η, -ο
όποιος επισύρει την προσοχή για κάποιον καλό ή κακό λόγο
αρχ.
δείχνω, συμβολίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτυλοδείκτης ή δακτυλόδεικτος.