γεννηματικός
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
ή, όν,
A = γεννητικός, J.BJ4.8.3.
Greek (Liddell-Scott)
γεννηματικός: -ή, -όν, = γεννητικός, Ἰώσηπ. II. Ι. 4. 8, 3.
Greek Monolingual
γεννηματικός -ή, -όν (AM) γέννημα
ο παραγωγικός.