διαγουμίζω

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και διαγουμάω και διαγουμώ
1. λεηλατώ, διαρπάζω, κουρσεύω
2. διασκορπίζω, σπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι διαγουμίζω < (όψιμο μσν.) διαγουμίζω < αρχ. διακομίζω, ενώ κατ' άλλους από το γιάγμα < τουρκ. yağma «διαρπαγή» + ίζω. Για το τουρκ. yağma, εξάλλου, υπετέθη ότι προήλθε από ελλ. διαγωμίζω < διάγωμα < διάγω. Σύμφωνα τέλος με άλλη υπόθεση, το ρ. διαγουμίζω < διαγουμάς + -ίζω < τουρκ. yağma].