διπλαρώνω

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94

Greek Monolingual


1. παίρνω θέση στο πλάι, πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία
2. ναυτ. φέρνω το πλοίο στο πλάι άλλου πλοίου ή κρηπιδώματος, πλευρίζω
3. (για πλοίο) καθώς φυσά ο άνεμος γέρνω προς τη μία πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλάρω + (κατάλ.) -ώνω].