δράπανο

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

το
(μηχανολ.)
1. πολύστροφη εργαλειομηχανή ή εργαλείο που στρέφεται με το χέρι, το οποίο αποτελεί τον φορέα διατρητικού κοπτικού εργαλείου
2. το δρέπανο.