εγγύτατος

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐγγύτατος, -η, -ον)
(υπερθ. του εγγύς) (για τόπο) πλησιέστατος
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η εγγυτάτη
«στη μπουρίνα» ή «στα όρτσα», ιστιοδρομία με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης του ανέμου στα ιστία.