ειδοποίηση
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek Monolingual
η (Α εἰδοποίησις)
νεοελλ.
1. η γνωστοποίηση, το να ειδοποιείται κάποιος
2. το έγγραφο με το οποίο γίνεται η ειδοποίηση, το ειδοποιητήριο («ειδοποίηση της Τράπεζας»)
3. η καταχώριση σε έντυπο με πληρωμή, ενέργεια που αναφέρεται σε αστικά (οικονομικά κυρίως) συμφέροντα με σκοπό να γίνει γνωστή στο πλατύ κοινό
αρχ.
παράσταση, απεικόνιση του είδους ή της τυπικής μορφής.