έκκαυμα

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

το (Α ἔκκαυμα)
νεοελλ.
εύφλεκτη χημική ύλη που μεταδίδει τη φλόγα στη γέμιση του πυροβόλου
αρχ.
1. φρύγανο ή ξύλο, προσάναμμα
2. πηγή θερμότητας
3. έναυσμα.