εκκένωση

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

η (Α ἐκκένωσις)
αποχώρηση από χώρο ή περιοχή («διατάχτηκε εκκένωση του κτηρίου»)
νεοελλ.
1. εγκατάλειψη φρουρίου ή χώρας με αποχώρηση του στρατού που τά κατέχει
2. φρ. «ηλεκτρική εκκένωση» — διέλευση ηλεκτρικών φορτίων μέσα από μονωτική ύλη, τον αέρα ή αραιωμένα αέρια.