δικολάβος

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end

Source

Greek Monolingual

ο (Μ δικολάβος)
αυτός που αναλαμβάνει τη διεξαγωγή της δίκης
νεοελλ.
1. πρακτικός δικηγόρος (χωρίς δίπλωμα) που έχει δικαίωμα παραστάσεως σε κατώτερα δικαστήρια (ειρηνοδικείο, μονομελές πλημμελειοδικείο)
2. στρεψόδικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -λαβος < (θ.) λαβ- του αορ. έλαβον του λαμβάνω.