ελαστικός
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
Greek Monolingual
-ή, -ό
Ι. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να εκτείνεται και να μπορεί να επανέλθει στις αρχικές του διαστάσεις
2. (για κίνηση, βάδισμα κ.λπ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από ελαφράδα και ευκινησία («ελαστικό βάδισμα, ελαστικό πήδημα»)
3. εκείνος που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικής αυστηρότητας και σταθερότητας («ελαστική συνείδηση», «ελαστική διαγωγή»)
4. όποιος προσαρμόζεται εύκολα στην εκάστοτε κατάσταση που επικρατεί
II. το ουδ. ως ουσ. το ελαστικό
1. (ελαστικό κόμμι) λάστιχο, καουτσούκ
2. ταινία υφάσματος, συνυφασμένη με νήματα από κόμμι ώστε να έχει ελαστικότητα
3. πληθ. τα ελαστικά, (ελαστικά αυτοκινήτων)
τα επίσωτρα, τα λάστιχα τών τροχών του αυτοκινήτου.