ἐμπόρπημα
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ατος, τό,
A garment secured by a brooch, Hsch.
German (Pape)
[Seite 817] τό, ein Gewand, das mit Spangen über den Schultern befestigt wird, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπόρπημα: τό, «ὑφάσματος εἶδος» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 vestido sujeto con un broche a modo de clámide, glos. a ἄλλιξ EM α 902, cf. Hsch.
2 broche o fíbula ἐ. δὲ ἡ ἄνω τῆς χλανίδος σύνδεσις Lex.Patm.153.
Greek Monolingual
ἐμπόρπημα, το (Α)
ρούχο, φόρεμα που κούμπωνε και στερεωνόταν με πόρπη.