ψευδοκατήγορος

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδοκατήγορος Medium diacritics: ψευδοκατήγορος Low diacritics: ψευδοκατήγορος Capitals: ΨΕΥΔΟΚΑΤΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: pseudokatḗgoros Transliteration B: pseudokatēgoros Transliteration C: psevdokatigoros Beta Code: yeudokath/goros

English (LSJ)

ὁ,

   A false accuser, slanderer, Hsch. s.v. ἀνάδικοι, Cat.Cod.Astr.7.112.

German (Pape)

[Seite 1394] ὁ, falscher Ankläger, Verleumder, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοκατήγορος: -ον, ὁ ψευδῶς κατηγορῶν, συκοφάντης Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
πρόσωπο που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κατήγορος.