ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
ο, θηλ. χωρατατζού, Ν
άτομο που έχει την ικανότητα ή που συνηθίζει να λέει χωρατά, να κάνει αστεϊσμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρατά + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφε-τζής, πλακα-τζής)].