Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Full diacritics: ψόμμος | Medium diacritics: ψόμμος | Low diacritics: ψόμμος | Capitals: ΨΟΜΜΟΣ |
Transliteration A: psómmos | Transliteration B: psommos | Transliteration C: psommos | Beta Code: yo/mmos |
ἀκαθαρσία, καπνός, Hsch.
(I)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκαθαρσία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόλος (Ι) και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς τη λ. ψάμμος.———————— (II)
ὁ, Α
(αιολ. τ.) βλ. ψάμμος.