τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
-ή, -ό, Ν1. πονόψυχος, καλόψυχος2. θαρραλέος, τολμηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κατάλ. -ερός (πρβλ. βροχ-ερός)].