ψυχερός

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. πονόψυχος, καλόψυχος
2. θαρραλέος, τολμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κατάλ. -ερός (πρβλ. βροχερός)].