ψεφαυγής
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
German (Pape)
[Seite 1396] ές, von dunkelm Glanze, d. i. glanzlos, dämmerig, finster, Hesych. erkl. es durch καπνός.
Greek (Liddell-Scott)
ψεφαυγής: -ές, γεν. έος, ὁ σκοτεινῶς λάμπων, ζοφώδης μετὰ λάμψεως, ὡς τὰ κελαινοφαής, μελαμφαὴς, νυκτιλαμπής, Seild. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 586, Ι. Α. 110.
Greek Monolingual
-ές, Α
σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσ-αυγής].