ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
η, Νσκεύος για τη φύλαξη του ψωμιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. σουπ-ιέρα)].