ψυχομετρία
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
Greek Monolingual
η, Ν
(ψυχολ.) συστηματική χρήση δοκιμασιών για την ποσοτική μέτρηση της ψυχοφυσικής συμπεριφοράς, τών ικανοτήτων και προβλημάτων, καθώς και για τη διατύπωση προβλέψεων σχετικά με την επίδοση ενός ατόμου ή συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -μετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].