ψυχομετρία

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

η, Ν
(ψυχολ.) συστηματική χρήση δοκιμασιών για την ποσοτική μέτρηση της ψυχοφυσικής συμπεριφοράς, τών ικανοτήτων και προβλημάτων, καθώς και για τη διατύπωση προβλέψεων σχετικά με την επίδοση ενός ατόμου ή συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -μετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].