ψυχομετρία

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

Greek Monolingual

η, Ν
(ψυχολ.) συστηματική χρήση δοκιμασιών για την ποσοτική μέτρηση της ψυχοφυσικής συμπεριφοράς, τών ικανοτήτων και προβλημάτων, καθώς και για τη διατύπωση προβλέψεων σχετικά με την επίδοση ενός ατόμου ή συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -μετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].