ὠκύμορος

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠμορος Medium diacritics: ὠκύμορος Low diacritics: ωκύμορος Capitals: ΩΚΥΜΟΡΟΣ
Transliteration A: ōkýmoros Transliteration B: ōkymoros Transliteration C: okymoros Beta Code: w)ku/moros

English (LSJ)

ον,

   A quickly dying, dying early, of Achilles, Il.1.417, 18.95, 458; ὠκυμορώτατος ἄλλων 1.505; of the suitors, Od.1.266, al.; of φιτρός of Meleager, B.5.141; in Epitaphs, Epigr.Gr.527 (Beroea), 540 (Thrace), al.; so in later Prose, Ph.2.45; of flowers, Philostr.Ep.4: of things, transient, J.AJ11.3.6, Ph.1.478: neut. pl. as Adv., Supp.Epigr.6.501 (Isaura).    II Act., bringing a quick or early death, ἰοί Il.15.441, Od.22.75; φαρμάκων δυνάμεις Plu.Ant.71; κώνειον -ώτατον Id.Dio58.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύμορος: -ον, ὁ ταχέως ἀποθνήσκων, ὁ προώρως ἀποθνήσκων, ἐπίθ. τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Α. 417, Σ. 95, 458. ― «ὠκύμοροι· ταχυθάνατοι, οἱ ἀώρῳ θνήσκοντες θανάτῳ» Ἡσύχ.· ὠκυμορώτατος ἄλλων Ἰλ. Α. 505· ἐπὶ τῶν μνηστήρων, Ὀδ. Α. 266, κ. ἀλλ.· ἐν ἐπιταφίοις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 527, 540 κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀνθέων, Φιλοστρ. Ἐπ. 4. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ ἐπιφέρων ταχὺν ἢ πρόωρον θάνατον, ἰοὶ Ἰλ. Ο. 441, Ὀδ. Χ. 75· φαρμάκων δυνάμεις Πλουτ. Ἀντών. 71· κώνειον ὠκυμορώτατον ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 58.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui meurt d’une prompte mort;
2 qui frappe d’une mort prompte.
Étymologie: ὠκύς, μόρος.

English (Autenrieth)

sup. -ρώτατος: quicklydying, doomed to a speedy death, swiftfated, Il. 18.95, Il. 1.417 ; ἶοί, swift-slaying, Od. 22.75.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα
2. (για άνθος) αυτός που μαραίνεται γρήγορα
3. ενεργ. αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο («φαρμάκων δυνάμεις ὠκύμοροι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + μόρος (πρβλ. ταχύ-μορος)].