ωφέλεια

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Greek Monolingual

η / ὠφέλεια, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὠφελία, και ιων. τ. ὠφελίη, Α ὠφελώ
όφελος, κέρδος, απολαβή, χρησιμότητα, συμφέρον (α. «δεν υπάρχει καμιά ωφέλεια σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», Θουκ.)
αρχ.
1. (ιδίως σχετικά με πόλεμο) α) βοήθεια, προστασία, υποστήριξη («ὠφελίαν... ἀνδρὶ φέρειν», Ευρ.)
β) λάφυρο, λεία («ταῑς ἐξ αὐτοῡ τοῡ πολέμου... ὠφελείαις», Πολ.)
2. θήραμα, κυνήγι
3. (σχετικά με ληστή) προϊόν διαρπαγής
4. στον πληθ. αἱ ὠφέλειαι
πηγή κέρδους
5. φρ. α) «ἐν ὠφελείᾳ ἐστί» — είναι ωφέλιμο (Ισοκρ.)
β) «ὠφέλεια περὶ τὸ πρᾱγμα»
(δικαν. όρος) η άμεση ωφέλεια που προέρχεται από ένα πράγμα
γ) «ὠφέλεια έξω τοῡ πράγματος»
(δικαν. όρος) η έμμεση ωφέλεια που προέρχεται από ένα πράγμα με τη συνδρομή διαφόρων εξωτερικών παραγόντων.