αγανεύω

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

αγανός
1. κάνω κάτι αγανό, χαλαρό, χαλαρώνω, ξεσφίγγω
2. (για ύφανση) υφαίνω ή πλέκω αγανά, αραιά και όχι κρουστά
3. γίνομαι αραιός, χαλαρός, πλέκομαι ή υφαίνομαι αραιά
4. καταπραΰνω τον θυμό μου, ηρεμώ.