αγγελικός

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

-ή (και -ιά), -ό (Α ἀγγελικός, -ή, -όν) ἄγγελος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγέλους ή αποτελείται από αυτούς
νεοελλ.
όμοιος στην όψη με άγγελο, αγγελοκαμωμένος, υπερβολικά όμορφος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγελιαφόρους («ἀγγελικὴ ρῆσις»)
2. φρ. «ἀγγελικὴ ὄρχησις», είδος σικελικού χορού παντομίμας σε συμπόσια.