αγγελικός

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source

Greek Monolingual

-ή (και -ιά), -ό (Α ἀγγελικός, -ή, -όν) ἄγγελος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγέλους ή αποτελείται από αυτούς
νεοελλ.
όμοιος στην όψη με άγγελο, αγγελοκαμωμένος, υπερβολικά όμορφος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγελιαφόρους («ἀγγελικὴ ρῆσις»)
2. φρ. «ἀγγελικὴ ὄρχησις», είδος σικελικού χορού παντομίμας σε συμπόσια.