αγλαός
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
ἀγλαός, -ή, -όν και -ός, -όν (Α)
1. (για πράγματα) λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος
2. (για πρόσωπα) ωραίος, φημισμένος, ευγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀγλαός, που συνδέεται με τα γαλήνη, ἀγάλλομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγλαΐα
αρχ.-μσν.
ἀγλαΐζω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγλαέθειρος, ἀγλαόγυιος, ἀγλαόδενδρος, ἀγλαόδωρος, ἀγλαόθρονος, ἀγλαόκαρπος, ἀγλαόκουρος, ἀγλαόκωμος, ἀγλαόμητις, ἀγλαοτρίαινα, ἀγλαόφωνος, ἀγλαώψ
μσν.
ἀγλαόκοιτος, ἀγλαόπυργος.