αγνότητα

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

η (Α ἁγνότης) ἁγνός
1. καθαρότητα, ακεραιότητα του χαρακτήρα, χρηστότητα
2. παρθενιά, παρθενικότητα
νεοελλ.
(με υλική έννοια) το να είναι κάτι γνήσιο, ανόθευτο, αμιγές.