ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
-η, -ο (Μ ἀγόγγυστος, -ον) γογγύζωαυτός που με υπομονή, αδιαμαρτύρητα, ανέχεται μια δύσκολη κατάσταση.