εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
ἀγωγεύς (-έως), ο (Α) αγωγός1. αυτός που οδηγεί, που σύρει κάτι2. ιμάντας, λουρί με το οποίο σύρει κανείς κάτι.