αγριοδαίτης
From LSJ
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
Greek Monolingual
ἀγριοδαίτης, ο (Α)
αυτός που τρώει άγριους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος + δαίτης < δαίομαι, δαίνυμι (κομματιάζω-τρώγω)].