αδιαιρετότητα
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
η αδιαίρετος
αδυναμία προς διαίρεση, αδιαιρεσία, ακεραιότητα.
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
η αδιαίρετος
αδυναμία προς διαίρεση, αδιαιρεσία, ακεραιότητα.