άδηκτος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄδηκτος, -ον) δάκνω
αυτός που δεν τον δάγκωσαν, ο αδάγκωτος
αρχ.
1. άθικτος, απείραχτος, ανέγγιχτος, άβλαφτος
2. ο μη δηκτικός
3. (κυρίως για ξύλα) αυτός που δεν φαγώθηκε από σκουλήκια
4. απαθής, ασυγκίνητος, απρόσβλητος (από αγάπη, θυμό κ.λπ.).