αδημονία
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Greek Monolingual
η (Α ἀδημονία) ἀδημονῶ
1. ψυχική ανησυχία, ανυπομονησία, αγωνία
2. θλίψη, στενοχώρια.
η (Α ἀδημονία) ἀδημονῶ
1. ψυχική ανησυχία, ανυπομονησία, αγωνία
2. θλίψη, στενοχώρια.