ἀδημονῶ

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Mantoulidis Etymological

(=βρίσκομαι σέ στενοχώρια). Ἀπό τό ἀδήμων πού ἡ ἐτυμολογία του εἶναι ἀβέβαιη. Ἀπό ἐδῶ καί οἱ λέξεις ἀδημονία (=ἀνησυχία) καί ἀδημοσύνη.