Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
-η, -ο (Α ἀδίκαστος, -ον) δικάζω
αυτός που δεν δικάστηκε, δεν κρίθηκε από το δικαστήριο
αρχ.
αυτός για τον οποίο δεν έχει ληφθεί δικαστική απόφαση, εκκρεμής.