αδίκαστος

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδίκαστος, -ον) δικάζω
αυτός που δεν δικάστηκε, δεν κρίθηκε από το δικαστήριο
αρχ.
αυτός για τον οποίο δεν έχει ληφθεί δικαστική απόφαση, εκκρεμής.