αδιαμοίραστος
From LSJ
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
Greek Monolingual
-η, -ο διαμοιράζω
αυτός που δεν διαμοιράστηκε, αμοίραστος, αδιανέμητος, αδιαίρετος.
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
-η, -ο διαμοιράζω
αυτός που δεν διαμοιράστηκε, αμοίραστος, αδιανέμητος, αδιαίρετος.