πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
ἐπήορος, -ον (Α)1. μετέωρος2. αυτός που υψώνεται πάνω σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ήορος (ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. αερ- (πρβλ. αήρ) του ρ. αείρω «σηκώνω»)].