επεικάζω
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
Greek Monolingual
ἐπεικάζω (Α)
εικάζω, υποθέτω, φαντάζομαι, στοχάζομαι, συμπεραίνω («ὡς δὲ ἐπεικάσαι» — όσο μπορεί κανείς να υπολογίσει, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εικάζω «υποθέτω, φαντάζομαι»].