ἐπισκοπικός

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκοπικός Medium diacritics: ἐπισκοπικός Low diacritics: επισκοπικός Capitals: ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: episkopikós Transliteration B: episkopikos Transliteration C: episkopikos Beta Code: e)piskopiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A episcopal, Cod.Just.1.4.29.3.

German (Pape)

[Seite 979] bischöflich, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκοπικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπίσκοπον, Σωζομ. Ἐκκλ. Ἱ. 5. 16, 8. 21, 22. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 138, 573, κλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπισκοπικός, -ή, -όν) επίσκοπος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίσκοπο ή στην επισκοπή (α. «επισκοπικό αξίωμα» β. «επισκοπικό δικαστήριο»)
2. το ουδ. ως ουσ. το επισκοπικό
ο επισκοπικός θρόνος, το δεσποτικό.