επικάμπτω

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναιwherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source

Greek Monolingual

(AM έπικάμπτω)
1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ώστε να σχηματίσει γωνία, κυρτώνω
2. (αμτβ.) κυρτώνομαι
μσν.
μέσ. ἐπικάμπτομαι
είμαι προσηνής, ευπροσήγοροςοὗτος συνήλγει πάσχουσι, συνέκαμνε πονοῦσι, τοῖς ξένοις ἐπεκάμπτετο, φίλους παρεμυθεῖτο», Κ. Μανασσ.)
αρχ.
1. σχηματίζω γωνία, στροφή ή αψίδα
2. στρέφομαι
3. (για στρ. φάλαγγα) δίνω στη φάλαγγα τον σχηματισμό «επικαμπή»
3. (για στόλο) σχηματίζω κυρτη γραμμή για να κυκλώσω τον εχθρό
4. μτφ. συγκινώ, μαλακώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάμπτω «λυγίζω»].