επικάμπτω
From LSJ
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
Greek Monolingual
(AM έπικάμπτω)
1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ώστε να σχηματίσει γωνία, κυρτώνω
2. (αμτβ.) κυρτώνομαι
μσν.
μέσ. ἐπικάμπτομαι
είμαι προσηνής, ευπροσήγορος («οὗτος συνήλγει πάσχουσι, συνέκαμνε πονοῦσι, τοῖς ξένοις ἐπεκάμπτετο, φίλους παρεμυθεῖτο», Κ. Μανασσ.)
αρχ.
1. σχηματίζω γωνία, στροφή ή αψίδα
2. στρέφομαι
3. (για στρ. φάλαγγα) δίνω στη φάλαγγα τον σχηματισμό «επικαμπή»
3. (για στόλο) σχηματίζω κυρτη γραμμή για να κυκλώσω τον εχθρό
4. μτφ. συγκινώ, μαλακώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάμπτω «λυγίζω»].