ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
ἐπιθήγω (Α)1. ακονίζω, τροχίζω, οξύνω περισσότερο («τῇ βαφῇ τὰ κέντρα ἐπιθήγουσιν», Αιλ.)2. μτφ. διεγείρω περισσότερο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θήγω «κανονίζω, οξύνω, παροτρύνω»].