επιθήγω

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

ἐπιθήγω (Α)
1. ακονίζω, τροχίζω, οξύνω περισσότερο («τῇ βαφῇ τὰ κέντρα ἐπιθήγουσιν», Αιλ.)
2. μτφ. διεγείρω περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θήγω «κανονίζω, οξύνω, παροτρύνω»].