ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
ἐπιθήγω (Α)1. ακονίζω, τροχίζω, οξύνω περισσότερο («τῇ βαφῇ τὰ κέντρα ἐπιθήγουσιν», Αιλ.)2. μτφ. διεγείρω περισσότερο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θήγω «κανονίζω, οξύνω, παροτρύνω»].