επίσης
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Greek Monolingual
(AM ἐπίσης και ἐπ’ ἴσης)
επίρρ. εξίσου, με τον ίδιο τρόπο
νεοελλ.
1. επί πλέον, προς τούτοις («θέλω επίσης να μού φέρεις...»)
2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει ομοιότητα απόψεων, επιθυμιών κ.λπ. («κι εγώ επίσης») ή σε ανταπόδοση ευχών («καλή επιτυχία» — «επίσης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίσης (ενν. μοίρας)].