Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
ο (Α ἐπίκαρπος, -ον)
νεοελλ.
ως ουσ. το εξωτερικό περίβλημα του καρπού, η φλούδα
αρχ.
αυτός που καρποφορεί, που βρίσκεται στην εποχή της καρποφορίας.