επισιτισμός

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204

Greek Monolingual

ο (AM ἐπισιτισμός) επισιτίζω
εφοδιασμός, προμήθεια τροφίμων («ο επισιτισμός του στρατού»)
αρχ.
αποθήκευση τροφίμων.