εξάρθρωση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἐξάρθρωσις) εξαρθρώνω
εξάρθρωμα, «βγάλσιμο», λύση της αρθρώσεως, διάστρεμμα, στραμπούλιγμα
νεοελλ.
λύση τών συνδετικών δεσμών, αποσύνθεση, αποδιοργάνωση, ξεχαρβάλωμα, διάλυση.
η (Α ἐξάρθρωσις) εξαρθρώνω
εξάρθρωμα, «βγάλσιμο», λύση της αρθρώσεως, διάστρεμμα, στραμπούλιγμα
νεοελλ.
λύση τών συνδετικών δεσμών, αποσύνθεση, αποδιοργάνωση, ξεχαρβάλωμα, διάλυση.