αποδιοργάνωση

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

η
η κατάσταση κατά την οποία χαλαρώνει ή καταστρέφεται η οργάνωση και η λειτουργία υπηρεσίας, οργανισμού, κράτους κ.λπ.