ξεχαρβάλωμα
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
το ξεχαρβαλώνω
1. άτεχνη ή λόγω παλαιότητας διάλυση ενός αντικειμένου στα μέρη από τα οποία αποτελείται, χάλασμα, εξάρθρωση, αποσύνθεση
2. μτφ. διαταραχή του κανονικού ρυθμού λειτουργίας μιας υπηρεσίας ή ενός οργανισμού, αποδιοργάνωση.