ἐπιβλήδην
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
Adv.
A laying on, ἐλάοντες, of hammers, A.R.2.80.
German (Pape)
[Seite 929] darauf werfend, schlagend, Ap. Rh. 2, 80.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβλήδην: Ἐπίρρ. (ἐπιβάλλω) ἐπιβλητικῶς, ὡς δ’ ὅτι νήϊα δοῦρα... ἀνέρες ὑληουργοὶ ἐπιβλήδην ἐλάοντες, συναρμόζοντες τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 80.
Greek Monolingual
ἐπιβλήδην (Α)
επίρρ. με σφυρηλάτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλήδην «με εκτόξευση»].